- απόρθητος
- -η, -ο (AM ἀπόρθητος, -ον) [πορθώ (-έω)]αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόρθητος — not sacked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόρθητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να κυριευτεί, ο άπαρτος: Τα νησιά μας στο ανατολικό Αιγαίο είναι σήμερα απόρθητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπόρθητον — ἀπόρθητος not sacked masc/fem acc sg ἀπόρθητος not sacked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτοιο — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτοις — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτου — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτους — ἀπόρθητος not sacked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτων — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρθητα — ἀπόρθητος not sacked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρθητοι — ἀπόρθητος not sacked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)